σαινόμενοι

σαινόμενοι
σαίνω
wag the tail
pres part mp masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σαίνω — ΝΑ 1. (ιδίως για σκύλους) κουνώ την ουρά ως εκδήλωση αγάπης προς κάποιον 2. μτφ. φέρομαι θωπευτικά, περιποιούμαι κάποιον αρχ. 1. χαιρετίζω («παιδός με σαίνει φθόγγος», Σοφ.) 2. χαροποιώ, ιδίως με ελπίδες («τὰ λεγόμενα... σαίνει τὴν ψυχήν»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”